- μποϊκοτάζ
- (boycottage). Άρνηση μιας κοινωνικής ομάδας να διατηρήσει σχέσεις, συνήθως οικονομικής μορφής, με κάποιο άτομο, επιχείρηση, ομάδα κλπ. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του λοχαγού Τζέιμς Μπόικοτ (Boycott), διαχειριστή των κτημάτων του κόμη του Eρν στην Ιρλανδία. Το 1880 οι χωρικοί αρνήθηκαν να του παραδώσουν τη συγκομιδή, υποχρεώνοντας τους εργάτες του να τον εγκαταλείψουν και εμποδίζοντας την παράδοση της αλληλογραφίας και των τροφίμων στο σπίτι του.
Αν και ο όρος είναι σχετικά νέος, η μέθοδος του μ. είναι παλιά. Ιστορικά παραδείγματα είναι η άρνηση των Αμερικανών αποίκων, στις παραμονές του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, να χρησιμοποιούν χαρτόσημα και εμπορεύματα στα οποία είχαν επιβληθεί οι νέοι αγγλικοί φόροι, και στην περίοδο του ιταλικού Ριζορτζιμέντο, η άρνηση των Λομβαρδών πατριωτών να καπνίζουν τσιγάρα του αυστροουγγρικού μονοπωλίου καπνού.
Εκτός από την άρνηση αγοράς, το μ. μπορεί να συνίσταται και σε άρνηση πώλησης ή προσφοράς ορισμένων υπηρεσιών. Εκείνος που θίγεται από αυτό το όπλο οικονομικής, πολιτικής ή κοινωνικής πάλης είναι δυνατόν να εμποδιστεί τελείως στην πρακτική άσκηση της επαγγελματικής ή εμπορικής ασχολίας του και γι’ αυτό οι ποινικοί κώδικες πολλών χωρών απαγορεύουν το μ.
* * *και μποϋκοτάζ, τοοικονομικός πόλεμος εναντίον ατόμου, επιχείρησης ή χώρας με λήψη διαφόρων μέτρων, όπως είναι ο αποκλεισμός, η διακοπή κάθε οικονομικής σχέσης, η αποφυγή κατανάλωσης, η άρνηση εξυπηρέτησης, η παρεμπόδιση εργασίας κ.ά., ο οποίος αποσκοπεί κυρίως στον εξαναγκασμό σε εκτέλεση ή μη μιας πράξης, στην αλλαγή στάσης ή τακτικής ή στην κάμψη και υποταγή τού αντιπάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boycottage < αγγλ. boycott, από το όν. τού Άγγλου κτηματία James Boycott, που οι καλλιεργητές του τού αρνήθηκαν οποιαδήποτε υπηρεσία].
Dictionary of Greek. 2013.